- άθρησκος
- η , ο [ος , ον ] 1. нерелигиозный, неверующий;1. (ο ) атеист, безбожник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άθρησκος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θρησκεία ή θρησκευτική πίστη, ο άθεος 2. αυτός που παραμελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο μη θρησκευόμενος, ο μη ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θρήσκος. ΠΑΡ. αθρησκία] … Dictionary of Greek
άθρησκος — η, ο αυτός που αρνείται κάθε θρησκεία, ασεβής, άθεος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθρήσκευτος — η, ο (Μ ἀθρήσκευτος, ον) [θρησκεύω] αυτός που δεν θρησκεύεται, δεν πρεσβεύει κάποια θρησκεία, ο άθρησκος … Dictionary of Greek
αθρησκία — η 1. άρνηση ή απόρριψη κάθε θρησκεύματος, αρνησιθεΐα 2. έλλειψη θρησκευτικής πίστης, απιστία 3. περιφρόνηση προς τη θρησκεία, ασέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άθρησκος η λ. πλάστηκε από τον Πέτρο Ξανθάκη] … Dictionary of Greek
αλιβάνιστος — η, ο [λιβανίζω] 1. αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθύμιαστος, αθυμιάτιστος 2. αυτός που δεν συχνάζει σε εκκλησίες, και κατ’ επέκταση άθρησκος 3. αυτός που δεν τόν κολάκευσαν, δεν τόν περιέβαλαν με δουλόφρονες ή χαμερπείς κολακείες … Dictionary of Greek
αποβώμιος — ἀποβώμιος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τἀ ἀποβώμια ιερά των οποίων ο καθαγιασμός γίνεται επί του εδάφους και όχι πάνω σε βωμό αρχ. ασεβής, άθρησκος … Dictionary of Greek
παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… … Dictionary of Greek